Το συναίσθημα του να μην ανησυχείς

‘Η αλλιώς, Η Επιστροφή

Θα ήθελα πάρα πολύ να πω πόσα πολλά έχουν γίνει αυτά τα δύο χρόνια που λείπω από’δω, αλλά δυστυχώς δεν έγινε κάτι που να του αξίζουν αυτές οι γραμμές. Δεν έγινε κάτι που να έκανε τη ζωή μου πιο ευχάριστη, αν όχι καλύτερη. Δεν έγινε κάτι που να με γέμισε με ωραία συναισθήματα ή εικόνες. Δεν έζησα κάτι ωραίο, έτσι απλά. Γενικά, τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και βρέθηκα αντιμέτωπος με μια κατάσταση που με έφτασε πολύ χαμηλά. Όχι μόνο επαγγελματικά και οικονομικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά. Γι’αυτό έπαθα ένα μικρό σοκ μ’αυτές τις γραμμές απ’το βιβλίο που διαβάζω, γιατί όχι μόνο κατάλαβα, αλλά ένιωσα ακριβώς αυτό που περιγράφει.

Γιατί ξέρω καλά πως είναι να περνάς έξω από εστιατόρια ή μαγαζιά και να κοιτάς μέσα με αυτό το βλέμμα στις καθημερινές στιγμές άλλων και να αισθάνεσαι ζήλια. Και μια απέραντη λύπη. Καθημερινές στιγμές που μπορεί να μη τους δίνουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά για ‘μένα πια έχουν αποκτήσει τεράστια βαρύτητα, που ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να βρω λέξεις να περιγράψω. Όχι γιατί ζηλεύω απαραίτητα το ότι είναι έξω και τρώνε ή πίνουν ή διασκεδάζουν, δεν μου λείπει αυτό. Μου έχει λείψει το συναίσθημα της ασφάλειας που τα προσφέρει όλα αυτά. Το συναίσθημα του να μην ανησυχείς. Πώς το λένε, υπάρχει λέξη; Αυτό μου’χει λείψει.

Να κάνω τέτοια πράγματα καθημερινά και να τα ευχαριστιέμαι, να μη ανησυχώ για το πόσα χρήματα θα ξοδέψω. Να μην ανησυχώ για το πώς θα βρω την επόμενη δουλειά πάλι. Να μην ανησυχώ που είμαι μόνος μου, γιατί είμαι μαζί με την παρέα που μ’αρέσει. Να μην ανησυχώ που είμαι μοναχός μου, γιατί είμαι με τον άνθρωπό μου. Όπως λέει και η Eileen Leary, πρέπει να έρθει κάποια στιγμή ο καιρός γι’αυτές τις απολαύσεις, αλλιώς, ποιο το νόημα της ζωής;

Sometimes she would feel that sense of possibility reenter her chest, and then she’d keep walking until it had worn off and the blocks looked strangely unfamiliar. She would stop at Arturo’s and gaze in at the couples dining in neat pairs, or the families passing plates around, and wonder when things would settle down long enough for her to enjoy some of that hot bread with him, buttered to perfection, a glass of red wine warming the stomach, the two of them in no hurry to get anywhere, choosing from an inviting menu. There needed to be time for that kind of leisure, or she didn’t see the point in living.

Απόσπασμα από το We Are Not Ourselves, του Matthew Thomas.

~ από writersblokc στο 19 Μαΐου, 2015.

Σχολιάστε