Το συναίσθημα του να μην ανησυχείς

•19 Μαΐου, 2015 • Σχολιάστε

‘Η αλλιώς, Η Επιστροφή

Θα ήθελα πάρα πολύ να πω πόσα πολλά έχουν γίνει αυτά τα δύο χρόνια που λείπω από’δω, αλλά δυστυχώς δεν έγινε κάτι που να του αξίζουν αυτές οι γραμμές. Δεν έγινε κάτι που να έκανε τη ζωή μου πιο ευχάριστη, αν όχι καλύτερη. Δεν έγινε κάτι που να με γέμισε με ωραία συναισθήματα ή εικόνες. Δεν έζησα κάτι ωραίο, έτσι απλά. Γενικά, τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και βρέθηκα αντιμέτωπος με μια κατάσταση που με έφτασε πολύ χαμηλά. Όχι μόνο επαγγελματικά και οικονομικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά. Γι’αυτό έπαθα ένα μικρό σοκ μ’αυτές τις γραμμές απ’το βιβλίο που διαβάζω, γιατί όχι μόνο κατάλαβα, αλλά ένιωσα ακριβώς αυτό που περιγράφει.

Γιατί ξέρω καλά πως είναι να περνάς έξω από εστιατόρια ή μαγαζιά και να κοιτάς μέσα με αυτό το βλέμμα στις καθημερινές στιγμές άλλων και να αισθάνεσαι ζήλια. Και μια απέραντη λύπη. Καθημερινές στιγμές που μπορεί να μη τους δίνουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά για ‘μένα πια έχουν αποκτήσει τεράστια βαρύτητα, που ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να βρω λέξεις να περιγράψω. Όχι γιατί ζηλεύω απαραίτητα το ότι είναι έξω και τρώνε ή πίνουν ή διασκεδάζουν, δεν μου λείπει αυτό. Μου έχει λείψει το συναίσθημα της ασφάλειας που τα προσφέρει όλα αυτά. Το συναίσθημα του να μην ανησυχείς. Πώς το λένε, υπάρχει λέξη; Αυτό μου’χει λείψει.

Να κάνω τέτοια πράγματα καθημερινά και να τα ευχαριστιέμαι, να μη ανησυχώ για το πόσα χρήματα θα ξοδέψω. Να μην ανησυχώ για το πώς θα βρω την επόμενη δουλειά πάλι. Να μην ανησυχώ που είμαι μόνος μου, γιατί είμαι μαζί με την παρέα που μ’αρέσει. Να μην ανησυχώ που είμαι μοναχός μου, γιατί είμαι με τον άνθρωπό μου. Όπως λέει και η Eileen Leary, πρέπει να έρθει κάποια στιγμή ο καιρός γι’αυτές τις απολαύσεις, αλλιώς, ποιο το νόημα της ζωής;

Sometimes she would feel that sense of possibility reenter her chest, and then she’d keep walking until it had worn off and the blocks looked strangely unfamiliar. She would stop at Arturo’s and gaze in at the couples dining in neat pairs, or the families passing plates around, and wonder when things would settle down long enough for her to enjoy some of that hot bread with him, buttered to perfection, a glass of red wine warming the stomach, the two of them in no hurry to get anywhere, choosing from an inviting menu. There needed to be time for that kind of leisure, or she didn’t see the point in living.

Απόσπασμα από το We Are Not Ourselves, του Matthew Thomas.

Πρoστατευμένο: Gramma apo ti Bosa

•15 Μαρτίου, 2014 • Πληκτρολογήστε το συνθηματικό σας για να δείτε τα σχόλια.

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Πόλη/Κούκλα

•22 Ιανουαρίου, 2013 • 5 Σχόλια

ath3

Κατά καιρούς, παθαίνω διάφορα κολλήματα, που κρατάνε αρκετά ώστε να γίνουν συνήθεια και μέχρι να το πάρω χαμπάρι έχουν γίνει εμμονή. Συνήθως έχουν να κάνουν με πράγματα που ανακαλύπτω αρκετό καιρό αφού όλοι οι άλλοι τα έχουν ξεχάσει. Και συνήθως αυτά τα ‘πράγματα’ είναι ελληνικές, τηλεοπτικές σειρές.

Το πρώτο κόλλημα ήταν τα Υπέροχα Πλάσματα – πρώτοι μήνες στο Λονδίνο, λιγοστές παρέες, η ελληνική τηλεόραση ήταν ο πιο εύκολος και άμεσος τρόπος για παρέα και συντροφιά που την ένιωθα πολύ γνωστή και οικεία.  Από τότε έχει περάσει αρκετός καιρός και ευτυχώς παρέες έχω κάνει, αλλά εξακολουθώ να κολλάω που και που. Το τελευταίο κόλλημα ήταν με τις Κούκλες, που πολύ αμφιβάλλω αν την έχει ακούσει ή δει κάποιος άλλος αυτή τη σειρά. Κυρίως γυναικεία, ενίοτε αστεία αλλά κυρίως πολύ αθηναϊκή.

ath2

Ανάμεσα στις σκηνές, πετάγονταν πλάνα από μια πόλη που έχω ζήσει τόσο όσο για να την μάθω αλλά χωρίς να παραγνωριστούμε, να την περπατήσω χωρίς να με ταλαιπωρήσει και τέλος να την αγαπήσω χωρίς να μ’απογοητεύσει. Μέσα απ’τα πλάνα αυτά, έβλεπα μια Αθήνα έτσι όπως την είχα μάθει: αποσπασματικά και με εικόνες απ’τα πιο αγαπημένα μέρη. Από ψηλά φαίνεται σαν μια άναρχη πόλη φτιαγμένη από μπετόν. Δεν ξεχωρίζει για κάτι το ιδιαίτερο και σίγουρα δε φαίνεται όμορφη. Αν κάνεις ‘ζουμ’ όμως, αν πλησιάσεις και κοιτάξεις λίγο πιο κοντά στο εσωτερικό της, θα δεις όλα αυτά που την κάνουν ξεχωριστή και γνώριμη σε όσους την έχουν ζήσει έστω και για λίγο.

ath

ath4

ath5

Οι πολυκατοικίες, τα στενά, οι γειτονιές, οι πλατείες…όλα έχουν έναν χαρακτήρα πολύ αστικό, σαν τέλεια παραδείγματα της ζωής στην πόλη. Και ναι, ξέρω καλά, πως αν ζούσα εκεί, αν η δουλειά και η καθημερινότητά μου ήταν σ’αυτή την πόλη, τότε ίσως να είχα τελείως διαφορετική άποψη. Γι’αυτό θέλω η σχέση μου με την Αθήνα να μην αλλάξει. Γιατί θέλω να περπατάω την Πανεπιστημίου και να χαίρομαι που επέστρεψα. Να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια από την Βουλή προς την Ερμού και να χαζογελάω γιατί θυμάμαι πόσες φορές έχω δει αυτή την εικόνα στις ειδήσεις. Να περπατάω στην Πλάκα και να χάνομαι στα σοκάκια, κατασκοπεύοντας κήπους πίσω από ψηλές, σιδερένιες πόρτες.  Να κοιτάω αρχαίες πέτρες και να σκέφτομαι ιστορία, όχι ερείπια. Γιατί θέλω να κοιτάω την Ακρόπολη και να θυμάμαι ότι ελληνικό έχω κρατήσει μέσα μου.

Γι’αυτό θέλω η σχέση μου με την Αθήνα να είναι πάντα σα την πρώτη φορά.

Στην υγειά μας

•9 Ιανουαρίου, 2013 • 2 Σχόλια

Εμείς, χρόνια τώρα, κάνουμε Πρωτοχρονιά με το Mega. Οικογενειακώς. Και όταν λέω οικογενειακώς, εννοώ πως η οικογένεια μαζεύεται γύρω απ’το τραπέζι για να φάει, ενώ το Mega παίζει κάπου στο βάθος, ίσα για να κάνει την φασαρία που θα έκανε μια μεγαλύτερη παρέα και να μας κάνει να νιώσουμε ότι και εμείς είμαστε μέρος της.

Προσωπικώς, θα προτιμούσα τη ΝΕΤ. Έχει και την φασαρία και την παρέα, έχει πάντα την σωστή, γιορτινή διάθεση και ένα πρόγραμμα, που αν και δεν είναι του γούστου μου, φαίνεται να είναι πολύ διασκεδαστικό. Τουλάχιστον όσοι έχουν μαζευτεί γύρω απ΄το δικό τους τραπέζι, φαίνεται να κάνουν κέφι. Έλα όμως που είναι μαγνητοσκοπημένο και κάθε φορά με πιάνει τρόμος: το διακινδυνεύεις να μη πάρεις χαμπάρι ότι μπήκε ο καινούριος χρόνος επειδή ο Σπύρος Παπαδόπουλος χάνει δευτερόλεπτα στην αντίστροφη μέτρηση;

Επίσης, έχει πάντα πιο κεφάτους καλεσμένους από τους δικούς μας. Καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, τραγουδάνε και χορεύουν και περνάνε τόσο καλά, που θα ήθελα να κάθομαι δίπλα στην Κατερίνα Παπουτσάκη και να σχολιάζουμε πόση ώρα ψάχναμε να βρούμε τι θα βάλουμε ή το κρασί που μας έβγαλε ο Σπύρος. Αντ’ αυτού, κάθομαι δίπλα στη θεία Κατερίνα· με ρωτάει για άλλη μια φορά αν έχω κοπέλα ή αν τα τυροπιτάκια αυτά τα’κανε η μάνα μου, η οποία κάθεται απέναντι και μαλώνει με τον αδελφό μου για το ποιος από τους δύο κάνει τον καλύτερο φρικασέ. Ο μπαμπάς, πάντα στην ίδια θέση, τρώει με όρεξη, ανυπομονώντας να πέσει για ύπνο αμέσως μετά και πάντα μεταξύ 10 και 10:30μμ.

Και στην άκρη εγώ, να παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Το κερί στην μέση του τραπεζιού που δεν είναι για να κάνει ατμόσφαιρα αλλά για να την καθαρίζει απ’τον καπνό του τσιγάρου του μπαμπά. Το μικρό πηρουνάκι που χρησιμοποιεί ο αδελφός μου από τότε που τον θυμάμαι. Την χαρά και την λαχτάρα για επιβεβαίωση στην φωνή της μαμάς, όταν τον ρωτάει αν έχει ξαναφάει ωραιότερο ψητό. Εννοεί απ’το δικό της, αλλά ποτέ δε το λέει, η πρόταση πάντα σταματάει εκεί.

Η Κατερίνα Παπουτσάκη τώρα τραγουδάει ένα αγαπημένο τραγούδι παρέας και έχει ξεσηκώσει τους καλεσμένους, οι οποίοι έχουν μαζευτεί στην πίστα και χορεύουν. Απορώ αν όντως περνάνε τόσο καλά το πραγματικό βράδυ της παραμονής στα σπίτια τους. Το δικό μας πάλι, νυσταγμένο και μετρώντας λιγότερα μέλη απ’όταν άρχισε το φαγοπότι, ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον καινούριο χρόνο με εμφανώς λιγότερο κέφι. Όλα όμως είναι στη θέση τους: τα φωτάκια στο δέντρο ανάβουν πάντα στην ίδια χαμηλή ταχύτητα, οι ήχοι απ’το καθάρισμα της κουζίνας ανακατεύονται με αυτούς του τηλεοπτικού γλεντιού και το σαλόνι έχει μια ανεπαίσθητη μυρωδιά από γλυκά και ξύσμα πορτοκαλιού. Και ξαφνικά, δεν με πειράζει και τόσο που δεν είμαι εκεί να πιάσω την Κατερίνα απ’τον ώμο και να χορέψουμε μαζί. Είμαι σπίτι μου. Δεν είναι πολύ γιορτινό, ούτε όμορφα στολισμένο και κανείς δεν πρόκειται να χορέψει. Αλλά είμαστε όλοι εκεί και προς το παρόν, αυτό αρκεί. Άσε που είμαι σίγουρος ότι το κρασί μας είναι πολύ καλύτερο απ’του Σπύρου.

Ti les, Mari… vol. X

•16 Νοεμβρίου, 2012 • 2 Σχόλια

Το ότι η συναισθηματική μου ζωή πνέει τα λοίσθια είναι γνωστό τοις πάσει. Στην περίπτωση που δεν είναι, στο λέω εγώ: τα πνέει. Κι άντε πες στον πραγματικό κόσμο το καταλαβαίνω –  ξέρω πολύ καλά τι κάνω λάθος. Αλλά και στον κόσμο του online dating; Μετά από τόσα προξενιά, τόσες νύφες… εμένα που με διαβάζεις, με ζήταγαν καν και καν μια εποχή. Ποια να θυμηθώ, ποια να ξεχάσω. Μέτα δεν ξέρω τι έγινε, μαθεύτηκε μάλλον ότι δεν ενδιαφέρομαι και σταμάτησαν να ενδιαφέρονται κι οι νύφες. Έτσι είναι αυτά. Είχα να μάθω νέα από το γαμήλιο μέτωπο της Ανατολικής Ευρώπης παρά πολύ καιρό. Έφτασα στο σημείο ν’αναρωτιέμαι αν τελικά δεν είναι γραφτό της μάνας μου να περπατήσει στα στενοσόκακα της Κόκκινης Πλατείας και να πιει vodka με την συμπεθέρα, ανταλλάσσοντας ιστορίες για πλεκτά σεμεδάκια και μπάμπουσκες. Ώσπου βρήκα τυχαία το παρακάτω email στα spam και αναθάρεψα:

Hi there sweet…

Would you mind to finding a young and nice girl of 20?

My name’s Katya. I am from Ukraine. Have you ever heard that the loveliest girls in the world live in my country? Don’t even doubt! I want to invite you to a very nice international family life agency where hundreds of single people are looking for their future lovers.

I long for finding a special person for serious relations or even family life. Aren’t you the one I am searching for?

Αγαπητή Katya,

καταρχάς σ’ευχαριστώ πολύ για το μήνυμά σου. Δε σου κρύβω ότι τον τελευταίο καιρό είχα αρχίσει να ανησυχώ από την έλλειψη ενδιαφέροντος και προτάσεων – καλόμαθα βλέπεις. Και επίσης δεν θα σου κρύψω πως ναι, κάτι έχει πάρει τ’αυτί μου για τα αξιαγάπητα κορίτσια από τον τόπο σου. Βλέπεις Katya, στην χώρα μου, κορίτσια από τη χώρα σου έχουν πολύ μεγάλη επιτυχία. Γενικώς.

Με τιμά η πρόσκλησή σου για το – international ακούω! – οικογενειακό κέντρο. Πολύ φοβάμαι όμως πως δεν θα μπορέσω να έρθω γιατί δεν έχω άλλες μέρες άδεια απ’την δουλειά. Δώδεκα κι αυτές με το ζόρι, άστα, δράμα. Όσο για την ερώτησή σου, τι να σου πω βρε Katya μου.  Ίσως εκείνο που ζητάς εγώ, να μην το έχω, κι απ’ότι ονειρεύτηκες εγώ πολύ ν’απέχω.

Πολύ όμως!

Με εκτίμηση,
writersblokc.

 

Σχετική βιβλιογραφία: 

– Ti les Mari…vol IX
– Ti les Mari…vol II
– Ti les Mari…vol IIΙ

Λονδρέζικη εβδομάδα μοδός

•16 Σεπτεμβρίου, 2012 • 2 Σχόλια

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιείται αυτές τις μέρες στο Λονδίνο η Εβδομάδα Μόδας, ή αλλιώς ‘Λόντον Φάσιον Γουίκ’. Μερικοί από τους πιιο καταξιωμένους σχεδιασταί, καθώς και νέα αλλά ελπιδοφόρα ονόμοτα στο χώρο της μόδας, θα προσπαθήσουν να κλέψουν τις εντυπώσεις με τις δημιουργίες τους, που παρουσιάζονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και σε διάφορες περιοχές της Βρετανικής πρωτεύουσας.

Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της μεγάλης γιορτής της μόδας, εγώ και το blog μου παρευρεθήκαμε αυτό το γουικέντ στον περιβάλλοντα χώρο του Κορντγιαρντ Σοου Σπεις, που ως γνωστόν μαζεύει τον καλύτερο κόσμο. Άσε τα μοντέλα να κάνουν τη δουλειά τους κι έλα να σε συστήσω:

Άσκοπη Γραφή

•9 Σεπτεμβρίου, 2012 • 2 Σχόλια

Σάββατο, 7 Ιουλίου 2012

[…] Αυτό τώρα πως να το πω; Βλέπω κάποιον, βγαίνω με κάποιον; Τέλος πάντων, γνώρισα κάποιον, there you go. Έτσι ακριβώς που πάντα χτυπιόμουν ότι ήθελα να γίνει. Σ’ενα πάρτυ γενεθλίων-ποτά, καθόταν στη γωνία, παραλίγο να μη τον πάρω χαμπάρι. Δε μπορώ να πω πολλά, από πού ν’αρχίσω; Αλλά σκατά. Είμαι 30 και δε ξέρω να συντάξω μια (συν)αισθηματική πρόταση. Πόσες φορές έχω ακούσει αυτό το δε ξέρεις τι θες. Που ισχύει βασικά, αν αναλογιστείς ότι άρχισα να (με) μαθαίνω πριν από περίπου τρία χρόνια ε, τότε ναι… μαθαίνω ακόμα μου φαίνεται ―

Είμαι στη δουλειά του Σαββάτου, ήσυχα σήμερα και κάνω την άσκηση άσκοπης γραφής. Όπως τότε στο στρατό – τζίζας! Μαζέυω πράγματα κάθε μέρα, νομίζω γι’αυτό θέλω να γράφω, γιατί τα έχω μαζεμένα και βαραίνουν. Άσε που τα ξεχνάω κιόλας. Έχω αρχίσει να παρατηρώ ανθρώπους σα χαρακτήρες καθώς προσπαθώ να βρω το δικό μου. Είπαμε, ακόμα μαθαίνω. Βρέχει, μη τα ξαναλέμε – και αυτό το απροσδιόριστο έχει κάτι ελκυστικό, κάτι εκτός τόπου και χρόνου που σε τραβάει στη λήθη. Είναι κάτι μεταξύ εποχών αλλά επειδή είναι πολλές μαζί δε μπορείς να συγχρονιστείς και να μπεις σε mood. Είσαι διαρκώς μεταξύ παντόφλας και παλτού, metaphorically speaking. Το ίδιο και οι αναμνήσεις σου· όποτε βλέπω τον αέρα να παίζει με τα φύλλα των δέντρων, θυμάμαι το χωριό. Έχει δικό του soundtrack αυτός ο ήχος με αυτή την αυλή, την ανηφόρα στο καφενείο και το μικροσκοπικό χωριό, βγαλμένο από τις σελίδες του Καρνέζη.

Φωτογράφω σκανδιναβικά

•31 Αυγούστου, 2012 • Σχολιάστε

Όταν φτάνεις σε μια πόλη για πρώτη φορά βράδυ, μοιάζει λες κι έχει βάλει τα καλά της για να σε υποδεχτεί, απαστράπουσα και λαμπερή. Όταν φτάνεις πρωί, την βλέπεις ζωντανή και πολυάσχολη, με κόσμο να γεμίζει τους δρόμους που ανυπομονείς να περπατήσεις. Όταν όμως φτάνεις στο ξεκίνημα του τέλους μιας Κυριακής, όλα αυτά αλλάζουν. Η πόλη, κουρασμένη μετά από άλλη μια εβδομάδα, το τελευταίο πράγμα που θέλει είναι να υποδεχτεί ακόμα έναν ταξιδιώτη. Το ίδιο και οι κάτοικοι, που προφανώς έχουν γυρίσει σπίτια τους από νωρίς, αφήνοντας τους δρόμους άδειους. Μια άδεια πόλη. Κάπως έτσι πέρασα τις πρώτες μου ώρες στο Malmö: γκρίζα, κρύα και παρέα με τον Jason Bourne – το τελευταίο – στο tv3.

Ευτυχώς όλα αυτά άλλαξαν το επόμενο πρωί, με τη βοήθεια του ήλιου.

Άλλη πόλη.
Ζωντάνεψαν τα κτίρια, άνοιξαν τα μαγαζιά – στις 10 βέβαια, but still… -, γέμισαν και οι δρόμοι όμορφους Μαλμιώτες! Πρώτα με ποδήλατα, μετά πεζοί αλλά πάντα στυλάτοι, ψηλοί και πολύ όμορφοι, το’πα; Δε μπορώ να στο περιγράψω, είναι κάτι που πρέπει να δεις από κοντά για να το πιστέψεις. Εγώ προσωπικά, δηλώνω πλέον φαν. Και των κατοίκων και των χοντρών, πλεκτών πουλόβερ που ναι, φοράνε ακόμα και τέλη Αυγούστου. Το βράδυ, γιατί την μέρα κυκλοφορούν κάπως έτσι:

Η πόλη απ’το νερό είναι πιο όμορφη, δεν είχα πάρει χαμπάρι πόσο πράσινη είναι και πόσα πάρκα έχει. Για να μην πω γέφυρες – το κέντρο είναι  περικυκλωμένο από νερό οπότε όπου κι αν θες να πας, αναγκαστικά θα περάσεις μια γέφυρα. Και τις πιο πολλές φορές θα’ναι με ποδήλατο, αφού εκεί, ανηφόρα τι θα πει, δεν έχουν ιδέα.

Το Malmö πολύ τουριστικό δεν είναι, δε της λες must-see πόλη. Έχει ένα πολύ αστικό feeling,  τόσο που σε άσχετες στιγμές μου θύμισε έντονα την Αθήνα: οι πολυκατοικίες, τα στενά, οι γειτονιές, τα φώτα στους δρόμους τη νύχτα. Και εργοτάξια, παντού κάτι χτίζουν, κάτι φτιάχνουν με αποτέλεσμα όπου κι αν πας ν’ακούς θορύβους μιας πόλης που ακόμα χτίζεται. Σημάδι ανάπτυξης; Ίσως. Εξάλλου, ήταν η ίδια ανάπτυξη που κατασκεύασε την πανέμορφη βιβλιοθήκη της πόλης και που όρθωσε το 2005 το  Turning Torso, τον ψηλότερο ουρανοξύστη της Σουηδίας και το τρίτο ψηλότερο κτίριο κατοικίων στην Ευρώπη.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει το ελληνικό στοιχείο: τα πρώτα ελληνικά τα άκουσα μετά από σχεδόν 1 ώρα που έφτασα από δύο έλληνες που στο θέαμα της κεντρικής πλατείας Lilla Torg – τύπου Πλάκα στο πιο μικρό -, αναφώνησαν «ώπα, τι έχουμε εδώ;». Τέλος έχω στοιχεία που αποδεικνύουν οτι η ελληνική κουζίνα σκίζει στη Σκανδιναβία – το στιφάδο άραγε πως το προφέρουν; -, το καλύτερο παγωτό είναι στο Lejonet & Björnen και τις πιο cool φιγούρες θα τις βρεις να στέκονται στον Södergatan. Τόσες φορές τους χαμογέλασα πηγαίνοντας πάνω-κάτω, ένας άνθρωπος μου πει τι είναι, δε βρέθηκε. Δεν πειράζει, θα μάθω την επόμενη φορά.

Αληθινοί Διάλογοι XIII

•14 Αυγούστου, 2012 • 3 Σχόλια

Αν μπαίνεις συχνά-πυκνά σε αυτό το ιστολόγιο, πρώτον σ’ευχαριστώ και δεύτερον ίσως να έχει πάρει το μάτι σου τον φίλο μου τον Κωνσταντίνο – σε άλλα posts κάνει εμφάνιση ως Κώστας, μην μπερδεύεσαι. Αν διαβάσεις αυτά τα posts, ίσως καταλάβεις για τι άτομο πρόκειται. Πως να τον περιγράψω τώρα;… Είναι έξυπνο παιδί, μορφωμένο, σοβαρό. Έχει όμως ένα ελάττωμα: δε συγκεντρώνεται. Καθόλου. Αυτός και η Μπία Μπέκου. Ξέρει πράγματα, βεβαίως… απλώς τα μπερδεύει λίγο και όχι απαραίτητα μεταξύ τους.
Και για να μην μπερδεύεσαι κι εσύ, τα μπλε είμαι εγώ.

Σχετική βιβλιογραφία:

Αληθινοί Διάλογοι XII

Αληθινοί Διάλογοι  Χ

Αληθινοί Διάλογοι IX

Αληθινοί Διάλογοι VIII

Αληθινοί Διάλογοι VII

Περι Έρωτος

•26 Ιουλίου, 2012 • 13 Σχόλια

Ένας σοφός είπε τις προάλλες: ο έρωτας είναι σα τους κοιλιακούς. Αν δε τους έχεις μέχρι τα 25, τότε μάλλον δε θα τους έχεις ποτέ.

Σκληρή κουβέντα.

Ειδικά αν πιστεύεις στον Έρωτα. Και ακόμα πιο ειδικά αν δεν έχεις ούτε κοιλιακούς.

Η πίστη στον Έρωτα λειτουργεί κι αυτή σαν ένας μυς: χρειάζεται τροφή για να αναπτυχθεί και να δυναμώσει. Τέτοια τροφή βρίσκεται άφθονη σε πηγές της Κουλτούρας του Έρωτα: ταινίες, μουσικές, τραγούδια. σειρές, βιβλία. Όλα μιλάνε για το πόσο ωραίος είναι ο Έρωτας, πόσο μεγάλος, πως όταν ερωτεύεσαι κάτι αλλάζει αλλά ποτέ δε σου λένε τι ακριβώς. Καλός μαλάκας κι εγώ, το’χω φτιάξει μέσα μου ότι γίνεται κάτι σαν αποκάλυψη και λες τώρα, είμαι ερωτευμένος, σα να είναι μια πράξη μεγαλείου.

Κάθομαι για καφέ και λέω δε μπορεί τώρα θα’ρθει, τώρα θα συμβεί. Γιατί για να το λένε Έρωτα θα’ρχεται με κάτι μεγάλο, σχεδόν μεγαλειώδες. Αν όμως έρχεται με τα μικρά και τα ασήμαντα; Αν είναι ας πούμε σ’ένα κόκκινο καρό πουκάμισο, στο δεξιό προφίλ ενός προσώπου, σε δυο λέξεις κι ενα φλυτζάνι διπλού εσπρέσσο; Φαντάζομαι πως όλα αυτά είναι τα υλικά που σιγά-σιγά χτίζουν κάτι που ίσως εξελιχθεί σε Έρωτα, αλλά θέλει το χρόνο του μέχρι να έρθει.

Και όταν έρθει, τότε γίνεται αυτό το μεγάλο και μεγαλειώδες ή παραμένει επίμονα στα μικρά κι ασήμαντα; Και τελικά, είναι τόσο λάθος; Είναι λάθος που αντί να νιώθεις  πεταλούδες στο στομάχι, εσύ να νιώθεις ότι περνάς καλά όταν είσαι με κάποιον;

– Έτσι απλά;
– Ναι, έτσι απλά.

Είναι λάθος που αντί να βλέπετε αστέρια που λαμπυρίζουν στους φεγγαροφωτισμένους δρόμους που περπατάτε μαζί, εσείς να κυλιέστε στο γρασίδι χασκογελώντας; Και σοβαρά τώρα, πότε ήταν η τελευταία φορά που περπάτησες σε φεγγαροφωτισμένο δρόμο;

Δε ξέρω τι θα με πειράξει περισσότερο, να ανακαλύψω ότι τελικά δεν υπάρχει Έρωτας – κάτι που θα διέλυε σύσσωμη την Κουλτούρα που τον πουλάει αβέρτα – ή να συνειδητοποιήσω ότι έρχεται σιγά, σχεδόν ήσυχα και χωρίς πολλά-πολλά; Όλα αυτά φυσικά, αν υποθέσουμε ότι ο Έρωτας υπάρχει. Γιατί όπως έχει πει και ένας άλλος σοφός, if happy ever after did exist, I will still be holding you like this.

Με τρομάζει.

Όχι τόσο το νόημα του δημοφιλούς αποφθέγματος, όσο το ότι αυτός ο σοφός είχε κοιλιακούς πριν τα 25. Για να το λέει, κάτι θα ξέρει.